ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΑΠαιδιά του
Αγαμέμνονα,
βασιλιά των Μυκηνών, και της Κλυταιμνήστρας, απόγονοι του Ατρέα, γιου
του Πέλοπα. Ολόκληρος ο μύθος πλέκεται γύρω από την κατάρα του οίκου
των
Ατρειδών. Ο ισχυρότερος και πλουσιότερος βασιλικός οίκος της
Ελλάδας σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες. Το παλάτι των Ατρειδών,
εξωτερικά απρόσβλητο από τους κάθε λογής εχθρούς, κρύβει μέσα του το
σαράκι που ροκανίζει τα θεμέλιά του. Πίσω από τους τοίχους του
βασιλεύει το σκοτάδι, η θλίψη, ο πόνος, το πένθος, το μίσος, η συμφορά.
Η ιστορία των Ατρειδών είναι γεμάτη ανατριχιαστικά εγκλήματα,
στυγερούς δολοφόνους, διεφθαρμένες ψυχές, αμαρτωλά, ένοχα πάθη. Οι
απόγονοι των Ατρειδών είναι ανίκανοι να ξεφύγουν από την κακοδαιμονία
και την τραγική τους μοίρα. Το χυμένο αίμα αθώων ζητά εκδίκηση. Η
κατάρα θεών και ανθρώπων κρέμεται φοβερή πάνω από τα κεφάλια των
απόγονων του Ατρέα, του Πέλοπα και του Τάνταλου.
Οι θεότητες του σκότους, μανιασμένες, χορεύουν ξέφρενο πολεμικό
χορό γύρω από το λαμπρό παλάτι, ενώ οι τριγμοί στα θεμέλιά του
προμηνύουν την κατάλυση της δόξας των Ατρειδών που ζυγώνει. Οι θεοί
απαιτούν να πληρωθούν οι ύβρεις, το άδικο, η ασέβεια. Το τίμημα όμως
της κάθαρσης πρέπει να είναι ακριβό, όσο και το αίμα των
αδικοσκοτωμένων.
Όταν ο Αγαμέμνονας, ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ξεκινούσε για το
μεγάλο πόλεμο ενάντια στην πολύπαθη πόλη της Τροίας, θυσίασε στο βωμό
της θεάς Άρτεμης την πρωτότοκη κόρη του, την Ιφιγένεια, αγνή παρθένα,
αφίλητη, μπουμπούκι αμύριστο. Στην Αυλίδα για πρώτη φορά βλέπουμε το
μικρό Ορέστη, τρυφερό βλαστάρι, ν' αποχαιρετά με δάκρυα στα μάτια και
βλέμμα γεμάτο απορία την πολυαγαπημένη του αδερφή καθώς εκείνη
πορεύεται το δρόμο της θυσίας. Παιδί ακόμη αυτός, καρπός αγίνωτος, δεν
μπορεί να νιώσει γιατί οι άνθρωποι έχουν αμάχες, γιατί πολεμούν, γιατί
σκοτώνονται, γιατί δολοφονούν άφταιγα παιδιά, γιατί δεν έμαθαν ν'
αγαπούν.
Η Κλυταιμνήστρα, που σαν λιόντισσα πολέμησε για τη ζωή του
σκύμνου της, συντριμμένη από το χαμό της ακριβής θυγατέρας, ορκίζεται,
φρενιασμένη, εκδίκηση.
"Ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων το αίμα να μένει". Αυτούς τους
στίχους βάζει στο στόμα της ο Αισχύλος κι είναι αυτοί οι στίχοι, η
υπόσχεση για την εκδίκηση, που δε θ' αργήσει, μια εκδίκηση φριχτή,
γιατί μόνο τέτοια είναι ικανή να μαλακώσει τον πόνο της σπαραγμένης
καρδιάς της χαροκαμένης μάνας.
Και πρώτα σμίγει με τον πιο μισητό αντίπαλο του άντρα της, τον
Αίγισθο, το γιο του Θυέστη, η κατάρα του οποίου ήταν η αφορμή για όλες
τις συμφορές που βρήκαν το παλάτι των Ατρειδών. Πλαγιάζει στο κρεβάτι
του πολέμαρχου μαζί με τον ορκισμένο εχθρό του και γεύεται τον ένοχο
έρωτα στην αγκαλιά του σφετεριστή του θρόνου των Μυκηνών. Η
Κλυταιμνήστρα αποτελεί το σύμβολο της απιστίας στους αιώνες. Φθονερή
μοιχαλίδα, ψυχή σκοτεινή με εγκληματικά ένστικτα, που προξενεί τη
φρίκη.
Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει νικητής από το Ίλιο, φορτωμένος
λάφυρα. Η ώρα της εκδίκησης έφτασε. Με τη συνέργεια του ζηλόφθονου
σφετεριστή του θρόνου, η Κλυταιμνήστρα τιμωρεί σκληρά τον Αγαμέμνονα
για την ανίερη θυσία στην Άρτεμη. Οι δυο εραστές δολοφονούν φριχτά τον
ένδοξο βασιλιά του οίκου των Ατρειδών και μαζί όλους τους συντρόφους
του. Ούτε η δυστυχισμένη βασιλοπούλα, η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα,
θλιβερό τρόπαιο του νικητή, δε γλίτωσε το φονικό μαχαίρι.
Η εξουσία καταλύεται. Οι δυο φριχτοί φονιάδες, η Κλυταιμνήστρα
και ο Αίγισθος, κάθονται στο θρόνο του Άργους. Πένθος και συμφορά
βασιλεύουν στο άλλοτε λαμπρό παλάτι των Μυκηνών. Θρηνεί ο λαός τον
αδικοσκοτωμένο βασιλιά.
Μετά το φόνο, ο μικρός Ορέστης φυγαδεύεται από τη μεγαλύτερη αδερφή του
Ηλέκτρα, για να γλιτώσει από το θάνατο. Μαζί με την τροφό του Αρσινόη ή
Λαοδάμεια ή Πυθωνίκη, κατέφυγε στην αδερφή του Αγαμέμνονα, γυναίκα του
βασιλιά της Φανοτέας Στρόφου, στη Φωκίδα. Εκεί συνδέθηκε με τον ξάδερφό
του Πυλάδη με φιλία αχώριστη, αδερφική.
Κατ' άλλους, η φριχτή μητέρα με τον εραστή της εξόρισαν τον
Ορέστη. Στη Φωκίδα έμεινε ο Ορέστης μέχρι την ενηλικίωσή του, ενώ ποτέ
δεν έπαψε να επικοινωνεί με την αδερφή του Ηλέκτρα και να σχεδιάζει την
εκδίκηση για τον ανόσιο θάνατο του πατέρα τους.
Τα χρόνια περνούν. Η δυστυχία βασιλεύει στο παλάτι των Μυκηνών.
Βουνό η οργή του λαού ενάντια στην τυραννική εξουσία. Με τη δύναμη της
βίας και των όπλων κυβερνούν οι άδικοι και οι σφετεριστές. Και ο λαός
αποζητά τη λύτρωση από την τυραννία. Το αδικοχαμένο αίμα ζητά εκδίκηση.
Η τραγική κόρη, η Ηλέκτρα, μια από τις δραματικότερες
γυναικείες παρουσίες της ελληνικής φιλολογίας, θρηνεί ακόμη τον ακριβό
πατέρα. Από τη μέρα του φόνου η ζωή της είναι "ζωή δούλας". Οι
συγκρούσεις με την άθλια μητέρα ασταμάτητες. Στέκει εκεί, απέναντί της,
με πρόσωπο βουβό, για να θυμίζει στη φριχτή μοιχαλίδα τις αποτρόπαιες
πράξεις της, την αιώνια ντροπή της. Φρενιασμένη εκείνη, ξεσπάει την
οργή της, με βρισιές και κατάρες, πάνω στην τραγική κόρη. Η Ηλέκτρα
όμως υπομένει καρτερικά τη μοίρα της, με μια έγνοια, ένα στόχο, ένα
σκοπό: την εκδίκηση. Και περιμένει υπομονετικά την άγια εκείνη ώρα της
λύτρωσης και της κάθαρσης.
Με μικρές αποκλίσεις, δίνουν την ίδια εκδοχή του μύθου, ο
Αισχύλος και ο Σοφοκλής.
Στις "Χοηφόρες" του Αισχύλου ο εξόριστος Ορέστης επιστρέφει στο Άργος
για να πάρει εκδίκηση. Σταλμένος από το θεό Απόλλωνα, κομιστής και
εκτελεστής θεϊκής εντολής. Οι θεοί απαιτούν την εξόφληση των
λογαριασμών. Ο Ορέστης θρηνεί την τραγική μοίρα της γενιάς του.
Συναντιέται κρυφά με την Ηλέκτρα και της αποκαλύπτει την ταυτότητά του.
Τα δυο αδέρφια σχεδιάζουν το φόνο των δύο παράνομων εραστών, των
απαίσιων φονιάδων, των τυράννων. Μόνο με αίμα θα ξεπλυθεί η ντροπή. Η
θεία Δίκη οπλίζει το χέρι του Ορέστη. Εκτελώντας τη θεϊκή εντολή,
βυθίζει το καλοακονισμένο μαχαίρι στους κόρφους που κάποτε του
πρόσφεραν τη ζωή. Η μητροκτονία συγκλονίζει τις φρένες του Ορέστη.
Κυνηγημένος από φριχτές τύψεις καταφεύγει ικέτης στο μαντείο των
Δελφών, ζητώντας σωτηρία, λύτρωση, εξιλέωση.
--------------------------------------------->ΣΥΝΕΧΕΙΑ